- βλαστώνω
- [βλαστώ]βλαστάνω, αναπτύσσομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βλάστωμα — το [βλαστώνω] ο βλαστός … Dictionary of Greek
ξεβλαστώνω — και ἐξεβλαστώνω (Μ) 1. φυτρώνω, βλαστάνω 2. (για άνθος) βγαίνω 3. (για τη γη) αποκτώ βλάστηση 4. μτφ. (για πρόσ.) παρουσιάζομαι ξαφνικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + βλαστώνω «βλαστάνω, αναπτύσσομαι»] … Dictionary of Greek